- ηερόφωνος
- ἠερόφωνος, -ον (Α)αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- + φωνή. Το α' συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ-ος), οπότε η σημασία είναι «αυτός τού οποίου η φωνή αντηχεί στον αέρα (ή στην ομίχλη)» είτε στα ήρι «νωρίς το πρωί», ηέριος «πρωινός» οπότε η σημασία είναι «αυτός που φωνάζει την αυγή». Και οι δύο σημασίες ταιριάζουν απόλυτα με τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από το επίθ. ηερόφωνος. Έτσι, κηρύκων ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους κήρυκες με τη φωνή που αντηχεί στον αέρα είτε τους κήρυκες που συγκαλούν την αυγή τις συγκεντρώσεις τού λαού. Ομοίως, γερανών ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους γερανούς που πετώντας γεμίζουν τον αέρα με τις φωνές τους είτε τους γερανούς που χαιρετίζουν με φωνές την αυγή].
Dictionary of Greek. 2013.